-
1 πιστόω
II [voice] Pass., to be made trustworthy, give a pledge or warrant, ;ἐπεὶ δ' ἐπιστώθησαν E.IA66
; μοι.. ὅρκῳ πιστωθῆναι ἀπήμονά μ' οἴκαδ' ἀπάξειν bind yourselves to me by oath.., Od.15.436.2 feel trust or confidence, to be persuaded,ὄφρα.. πιστωθῆτον ἐνὶ θυμῷ 21.218
; πιστωθεὶς ὅτι .. feeling confidence that.., S.OC 1039.III [voice] Med., give mutual pledges of fidelity, exchange troth, ;ἐπιστώσαντ' ἐπέεσσιν 21.286
;π. περὶ τῶν ὅλων πρὸς ἀλλήλους Plb.18.39.6
.2 πιστοῦσθαί τινα ὑφ' ὅρκου secure his good faith by oaths, S.OC 650, cf. Plb.8.15.2.3 confirm, prove,τῷ παρόντι τοὐπιόν E.Fr.1073.6
, cf. Phlp. in GA 206.25 ; guarantee, τι Plb.1.43.5, Luc.Philops.5, Nonn.D.13.407 ; τι διότι .. Phld.Rh.1.122S.;ἀπὸ τούτων ἕκαστα Polystr.Herc.346p.84V.
; [τι] ταῖς Αἰσχύλου ἐλεγείαις Plu.2.628e
; μάρτυρι τῷ Νέρωνι, ὅτι .. Id.Galb.5 ;ἔργοις τὰς ὑποσχέσεις Luc.Hipp. 1
;πείρῃ τὸ πρῆγμα Aret.CA 1.7
;φιλοσοφίαν σώφρονι βίῳ Hdn.1.2.4
;ἐκ τῆς ἀποβάσεως τὴν φήμην Id.1.14.6
, cf. Lib.Or.11.77; τίς ἂν τάδε πιστώσαιτο,.. ὅτι .. ; Opp.C.3.355: abs., Arist.Fr. 133, LXX 3 Ki.1.36.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий